PeristeriNews.gr
Κοινωνία

Σε δημοπρασία το κύπελλο του Ολυμπιονίκη Σπύρου Λούη



Ο Σπύρος Λούης ήταν Έλληνας μαραθωνοδρόμος στους Ολυμπιακούς του 1896 και εθνικός ήρωας.

Ο εγγονός του πρώτου Έλληνα Ολυμπιονίκη Σπύρου Λούη, έδωσε το ασημένιο κύπελλο που απονεμήθηκε στον παππού του το 1896, για να πουληθεί από τον οίκο Κρίστις στο Λονδίνο, σε δημοπρασία Ολυμπιακών Αναμνηστικών, στις 18 Απριλίου.

Ο συνονόματος εγγονός του θρυλικού δρομέα, συνταξιούχος συντηρητής μηχανικός σήμερα, μίλησε στα «Νέα» για αυτή του την απόφαση: «Το κειμήλιο δεν έφυγε από το σπίτι ποτέ. Πέρναγε από χέρι σε χέρι και από γενιά σε γενιά. Υπάρχουν λόγοι σήμερα που με αναγκάζουν να εκποιώ ένα τέτοιο αντικείμενο. Πήρα την απόφαση πριν από δύο χρόνια και μέσω γνωστών ενημέρωσα διάφορους οίκους (ανάμεσά τους και τον Κρίστις) ότι το πουλάω. Αυτοί ενδιαφέρθηκαν, το εκτίμησαν και μετά ήλθα σε επαφή με το ελληνικό κράτος για να ολοκληρωθεί η διαδικασία και να βγει στο σφυρί».

Όπως δήλωσε, είχε επιχειρήσει να πουλήσει (σε πολύ χαμηλότερη τιμή από αυτή που το εκτίμησε ο Κρίστις) το Κύπελλο στο ελληνικό κράτος. «Αρχικά είχε ξεκινήσει μια πολύ καλή προσπάθεια από τον πρώην δήμαρχο Μαραθώνα κ. Ζαγάρη να πάρει το Κύπελλο και να το εντάξει στο μουσείο του δήμου του. Στη συνέχεια υπήρξαν προσπάθειες από τον ΣΕΓΑΣ και άλλους, όπως ο Κώστας Παναγόπουλος της Οργανωτικής Επιτροπής των Αγώνων. Κατ’ επανάληψη ενόχλησα τον υπουργό Πολιτισμού, αλλά λεφτά δεν υπήρχαν. Ο οίκος Κρίστις είχε θέσει προθεσμία μέχρι το τέλος Ιανουαρίου και έπειτα από αίτηση που έκανα στο υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού στις 8 Φεβρουαρίου πήρα την άδεια να πουλήσω το ασημένιο Κύπελλο του παππού μου».

Η δημοπρασία και το γεγονός πως βγαίνει στο σφυρί ένα ιστορικό τρόπαιο πυροδότησαν και αντιδράσεις, όπως αυτή του δημάρχου Αμαρουσίου, Γιώργου Πατούλη. «Είμαστε συνδεδεμένοι συναισθηματικά με τον Σπύρο Λούη. Μόλις μάθαμε το νέο της δημοπρασίας, κινητοποιηθήκαμε άμεσα ως δήμος. Προσωπικά έκανα ενέργειες και έστειλα επιστολές σε φίλους επιχειρηματίες στο Λονδίνο να ανοίξουμε έναν λογαριασμό και να αγοράσουμε εμείς το Κύπελλο».

Το Κύπελλο του Λούη, που φέρει το όνομα του εμπνευστή του Μαραθωνίου Μισέλ Μπρεάλ, υπολογίζεται να πιάσει 120 έως 160 χιλιάδες λίρες.

Μαζί με το τρόπαιο, ο Σπύρος Λούης έδωσε στον οίκο δημοπρασιών και κάποιες ολυμπιακές δάδες, που είχε στην κατοχή του.

Ποιος ήταν ο Σπύρος Λούης

Ο Σπύρος (ή Σπυρίδων) Λούης (12 Ιανουαρίου 1873 – 27 Μαρτίου 1940) ήταν Έλληνας μαραθωνοδρόμος στους Ολυμπιακούς του 1896 και εθνικός ήρωας.

Γεννήθηκε στο Μαρούσι από φτωχή αγροτική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν νερουλάς τότε που ακόμα δεν υπήρχε κεντρική ύδρευση και ο Σπύρος τον βοηθούσε κουβαλώντας το νερό.

Η έκφραση στα ελληνικά: «έγινε Λούης» λέγεται για κάποιον που εξαφανίζεται τρέχοντας γρήγορα.

«Έλλην, Έλλην!» παραληρούσαν οι εξήντα χιλιάδες θεατές κατά την είσοδο του Σπύρου Λούη στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο στο φινάλε του Μαραθώνιου δρόμου των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων της σύγχρονης εποχής, το 1896.

Ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’ τον πλησίασε και τον ρώτησε τι δώρο θα ήθελε. Εκείνος, με αφοπλιστική ειλικρίνεια απλά ζήτησε ένα γαϊδουράκι για να τον βοηθάει στη μεταφορά του νερού…

Και όντως, το πριμ του, εκτός του Κυπέλλου και ενός κλαδιού ελιάς, ήταν μια σούστα για να κουβαλάει νερό από το χωριό του Αμαρούσιον στην Αθήνα!

Ο νεαρός νερουλάς από το Μαρούσι, που φορούσε μόνιμα την ελληνική εθνική ενδυμασία (φουστανέλα), είχε γεννηθεί το 1872 και είχε διακριθεί στη στρατιωτική του θητεία στο τρέξιμο.

Εκείνη την στιγμή πάντως – την πέμπτη ημέρα των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας – μόλις είχε τερματίσει πρώτος στον Μαραθώνιο. Και μάλιστα, χωρίς προπονητή, χωρίς να ανήκει σε σύλλογο, χωρίς να ξέρει την διαδρομή.

Κατάφερε δε να συμμετάσχει στον Μαραθώνιο έπειτα από παρέμβαση του ταγματάρχη του Παπαδιαμαντόπουλου από τον Στρατό, που εγγυήθηκε στον αρχίατρο ο οποίος εξέταζε τους αθλητές για τον νεαρό Μαρουσιώτη: «Από τους Αμπελοκήπους τον έστελνα στο Σύνταγμα για τσιγάρα και γυρνούσε σε είκοσι λεπτά», είπε γλαφυρά ο στρατιωτικός για τον φέρελπι νερουλά δρομέα.

Εκείνη την Παρασκευή 29 Μαρτίου 1896, δεκαεπτά αθλητές πήραν θέση στη γέφυρα του Μαραθώνα. Ο ταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος έδωσε την εκκίνηση με πιστολιά και κατά την διαδρομή ο Λούης έκανε στάση στο Πικέρμι πίνοντας ένα ποτήρι κρασί.

Για την
ιστορία, ο Λούης διήνυσε σε 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δεύτερα την απόσταση Μαραθώνα – Αθήνα που τότε είχε μετρηθεί σε 40 χιλιόμετρα και όχι σε 42 όπως είναι η νεότερη διαδρομή που θεσμοθετήθηκε το 1908 – ήταν μια ιδέα του γάλλου φιλολόγου Μισέλ Μπρεάλ που είχε εμπνευστεί το άθλημα από τον Φειδιππίδη.

Ο αγγελιαφόρος των Περσικών Πολέμων (αργότερα, αμφισβητήθηκε αν ήταν ο Φειδιππίδης) έτρεξε την απόσταση για να αναγγείλει την νίκη των Αθηναίων στον Μαραθώνα με το περίφημο «Νενικήκαμεν».

Η στιγμή που ο Σπύρος Λούης έμπαινε στο Καλλιμάρμαρο έχει μείνει στην Ιστορία. Χαρακτηρίστηκε εθνικός ήρωας και το ασημένιο Κύπελλο του απονεμήθηκε εν μέσω παραληρήματος.

Ο φουστανελάς δρομέας πέρασε στην σφαίρα του μύθου, πολλοί συγγραφείς τού αφιέρωσαν ποιήματα και ύμνους και ο Τύπος της εποχής τού έκανε εκτενή αφιερώματα. Προσωπικότητες και συντεχνίες μάλιστα έτρεξαν με την σειρά τους να του προσφέρουν δώρα: η συντεχνία αργυροχρυσοχόων (που του χορήγησε μια χρυσή αλυσίδα), ο καφεπώλης Μπαβέας δωρεάν καφέδες για έναν χρόνο και η Singer μια ραπτομηχανή!

Η συνέχεια του βίου του δεν ήταν εξίσου ένδοξη. Γύρισε στο χωριό του, το Μαρούσι, εργάστηκε ως αγρότης και ως τοπικός αστυνομικός ενώ το 1926 έφτασε να εκτίσει ποινή ενός έτους στη φυλακή αφού κατηγορήθηκε για πλαστογράφηση στρατιωτικών εγγράφων και η είδηση γέμισε τα πρωτοσέλιδα της εποχής.

Δέκα χρόνια μετά και σαράντα από τους Ολυμπιακούς του 1896, ο Σπύρος Λούης τέθηκε επικεφαλής της ελληνικής ομάδας που θα συμμετείχε στους Ολυμπιακούς του Βερολίνου το 1936.

Στην εξέδρα των επισήμων και υπό τα βλέμματα δεκάδων φρουρών βρισκόταν ο Αδόλφος Χίτλερ, ο οποίος ρώτησε ποιος ήταν ο ηλικιωμένος με τη φουστανέλα και το σκούρο γιλέκο και αφού έμαθε πως είναι ο νικητής του πρώτου Μαραθωνίου εκδήλωσε την επιθυμία να τον γνωρίσει.

Αυτό δεν άργησε να γίνει και μετά την παρέλαση ο Χίτλερ έδωσε ένα δώρο στον Λούη και εκείνος ανταπέδωσε με ένα κλωνάρι ελιάς.

«Τι χαμπάρια, κυρ Χίτλερ μου, τι κάνει η οικογένεια;», φέρεται να ρώτησε με λαϊκή (αλλά αυθεντική) αφέλεια ο Σπύρος Λούης τον Χίτλερ, κι εκείνος του έσφιξε θερμά το χέρι μπροστά στους κατάπληκτους διερμηνείς και τον έλληνα πρεσβευτή, σύμφωνα με μαρτυρία του παλιού ηθοποιού Πέτρου Κυριακού – ο οποίος είχε γνωρίσει τον Λούη και είχε συνομιλήσει πολλές ώρες μαζί του.

Ακολουθήστε το PeristeriNews.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις για το Περιστέρι και όχι μόνο!





Related posts

Αγία Βαρβάρα: Έκρηξη χειροβομβίδας τα ξημερώματα

Peristeri News

Συνελήφθη ηγετικό στέλεχος του Ρουβίκωνα

Peristeri News

Επίθεση σε διμοιρία των ΜΑΤ στα Εξάρχεια

Peristeri News

Leave a Comment