Ακούστηκε ξανά και ξανά, ο Ζοχράν Κουάμε Μαμντάνι, δηλωμένος δημοκρατικός σοσιαλιστής, κέρδισε τη δημαρχία της Νέας Υόρκης, ο πρώτος μουσουλμάνος, με αφρικανική καταγωγή, και ο νεότερος δήμαρχός της από το 1892.
Η ιδιάζουσα περίπτωσή του πηγάζει από την αντίθεση του επικοινωνιακού ρίσκου που φέρνει για τους Δημοκρατικούς η ταυτότητά του, σε μία πολωμένη και ρατσιστική Αμερική, και της αριστοτεχνικής καμπάνιας του, που εστίασε καθολικά στο υπαρξιακό πρόβλημα των Νεοϋορκέζων.
Μπήκε στην κούρσα το 2024 με σχεδόν καθόλου αναγνωρισιμότητα, λίγους πόρους και καμία θεσμική κομματική υποστήριξη. Αυτό και μόνο καθιστά αξιοσημείωτη τη νίκη του επί του πρώην κυβερνήτη Άντριου Κουόμο και του υποψήφιου των Ρεπουμπλικανών Κέρτις Σλίβα.
Ζοχράν Μαμντάνι: «Φυσάει» αλλαγή
Αλλά περισσότερο από αυτό, αντιπροσωπεύει το είδος του πολιτικού που πολλοί στην αριστερά πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος αναζητούν εδώ και χρόνια. Είναι νέος και χαρισματικός, με την έμφυτη άνεση της γενιάς του με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η εθνικότητά του αντικατοπτρίζει την ποικιλομορφία της βάσης του κόμματος. Δεν έχει διστάσει να συμμετάσχει σε πολιτικές διαμάχες και έχει υπερηφανευτεί για τα αριστερά ζητήματα, όπως η δωρεάν φύλαξη παιδιών, η ενίσχυση των δημόσιων συγκοινωνιών και το κυβερνητικό «πάγωμα» των ενοικίων.
Ο Μαμντάνι έχει επίσης επιδείξει μια άψογη ικανότητα να εστιάζει σε βασικά οικονομικά ζητήματα που αποτελούν προτεραιότητα για τους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης, που έχουν απομακρυνθεί πρόσφατα από το Δημοκρατικό Κόμμα, αλλά δεν έχει αποκηρύξει τις πολιτισμικές αρχές της αριστεράς.
Ωστόσο, οι επικριτές έχουν προειδοποιήσει ότι ένας τέτοιος υποψήφιος δεν είναι εκλέξιμος σε μεγάλα τμήματα της Αμερικής – και οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν χαρούμενα παρουσιάσει τον αυτοαποκαλούμενο δημοκρατικό σοσιαλιστή ως το ακροαριστερό πρόσωπο του Δημοκρατικού Κόμματος.
Ουσιαστικά, ο Μαμντάνι γίνεται τώρα «πειραματόζωο» για τους ορίζοντες των Δημοκρατικών, καθώς εάν επιτύχει και αποφέρει αποτελέσματα η εκστρατεία του, θα ανεβάσει τον πήχη του τι είναι πολιτικά αποδεκτό για τον μέσο απογοητευμένο ψηφοφόρο, πάνω στον οποίο έχτισε την εκλογική νίκη του ο Τραμπ.
Τώρα, αρχίζουν τα δύσκολα
Πριν από δώδεκα χρόνια, ο Δημοκρατικός Μπιλ ντε Μπλάζιο κέρδισε την εκλογική του αναμέτρηση για τη δημαρχία του «Μεγάλου Μήλου» με βάση την πλατφόρμα αντιμετώπισης των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων στη Νέα Υόρκη.
Όπως και ο Μαμντάνι, οι Αμερικανοί της αριστεράς είχαν μεγάλες ελπίδες ότι η κυβέρνησή του θα παρείχε ένα εθνικό παράδειγμα αποτελεσματικής φιλελεύθερης διακυβέρνησης.
Ο Ντε Μπλάζιο, ωστόσο, αποχώρησε από το αξίωμά του οκτώ χρόνια αργότερα, ευρέως αντιδημοφιλής και με ανάμεικτο ιστορικό επιτευγμάτων, καθώς πάλευε με τα όρια της δημαρχιακής του εξουσίας να εφαρμόσει νέες πολιτικές.
Ο Μαμντάνι θα πρέπει να παλέψει με τα ίδια όρια – και τις ίδιες προσδοκίες.
Η κυβερνήτης της Νέας Υόρκης Κάθι Χότσουλ, επίσης Δημοκρατική, έχει ήδη δηλώσει ότι αντιτίθεται στην αύξηση των φόρων που είναι απαραίτητοι για τη χρηματοδότηση της φιλόδοξης ατζέντας του Μαμντάνι.
The choice is clear as day: Trump and Musk for Cuomo vs. our campaign for change. pic.twitter.com/wQTDbnCWqu
— Zohran Kwame Mamdani (@ZohranKMamdani) November 4, 2025
Και ακόμη και με επαρκή χρηματοδότηση, ο Μαμντάνι δεν θα ήταν σε θέση να εφαρμόσει προγράμματα μονομερώς.
Στην προεκλογική του εκστρατεία, άσκησε δριμεία κριτική στην εταιρική και επιχειρηματική ελίτ που διαβιεί και έχει «γκετοποιήσει» τη Νέα Υόρκη.
Για να κυβερνήσει αποτελεσματικά, πιθανότατα θα πρέπει να κάνει κάποιας μορφής ανακωχή με αυτά τα συμφέροντα – μια διαδικασία που έχει ήδη ξεκινήσει τις τελευταίες εβδομάδες.
Έχει επίσης καταδικάσει τη γενοκτονία του Ισραήλ κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Γάζα και έχει δεσμευτεί να συλλάβει τον πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου ως εγκληματία πολέμου, αν βρεθεί στη Νέα Υόρκη, συμμορφούμενος με την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου.
Προς το παρόν, ο Μαμντάνι θα πρέπει να ξεκινήσει το έργο του να αυτοπροσδιοριστεί δημόσια – πριν το κάνουν οι αντίπαλοί του. Ενώ η εκστρατεία του έχει προσελκύσει εθνική προσοχή, εξακολουθεί να αποτελεί «tabula rasa» για μεγάλο μέρος της Αμερικής.

