Ερευνητές εστίασαν στο ρόλο της επιγενετικής.
Πιθανόν, δεν θα βρούμε ποτέ ένα «γονίδιο ομοφυλοφιλίας», υποστηρίζει διεθνής ομάδα ερευνητών, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός δεν έχει καμία σχέση με τη γενετική, αλλά με την επιγενετική…
Πρόκειται για μια διαδικασία όπου η έκφραση του DNA επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες στο περιβάλλον, και όχι από τα γονίδια. Και στην περίπτωση της ομοφυλοφιλίας, οι ερευνητές υποστηρίζουν, ότι το περιβάλλον αυτό είναι…η ίδια η μήτρα.
Η θεωρία της επιγενετικής
Γράφοντας στην «Quarterly Review of Biology», ερευνητές από τα Πανεπιστήμιο της Σάντα Μπάρμπαρα και της Ουψάλα, υποστηρίζουν ότι η ομοφυλοφιλία μπορεί να εξηγηθεί από την παρουσία των «επι-σημάτων», δηλαδή τους «προσωρινούς διακόπτες» που ελέγχουν τον τρόπο με τον οποίο εκφράζονται τα γονίδιά μας κατά τη διάρκεια της κύησης αλλά και μετά τη γέννηση μας.
Συγκεκριμένα, οι ερευνητές ανακάλυψαν «επι-σήματα» – ανάλογα με το φύλο – τα οποία, αντίθετα από τους περισσότερους γενετικούς κώδικες, περνάνε από τον πατέρα στην κόρη ή από τη μητέρα στο γιο. Τα περισσότεροι «επι-σήματα» συνήθως δεν περνούν μεταξύ των γενεών και ουσιαστικά «διαγράφονται». Οι ερευνητές λένε ότι αυτό εξηγεί γιατί η ομοφυλοφιλία φαίνεται να «τρέχει» μέσα σε ορισμένες οικογένειες, ωστόσο ουδέποτε βρέθηκε κάποιο σημαντικό γονίδιο που να ταυτίζεται με την ομοφυλοφιλία, παρά τις πολυάριθμες μελέτες των ερευνητών για πιθανή γενετική σύνδεση.
Οι επιγενετικοί μηχανισμοί μπορεί να θεωρηθούν ως ένα πρόσθετο «στρώμα πληροφοριών» που προσκολλάται στο DNA μας. Τα «επι-σήματα» ρυθμίζουν την έκφραση των γονιδίων, ανάλογα με το πόσο ισχυροί είναι κάποιοι εξωτερικοί παράγοντες. Ουσιαστικά, δηλαδή, τα γονίδια είναι το «βιβλίο οδηγιών», ενώ τα «επι-σήματα» καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο εκτελούνται αυτές οι οδηγίες. Για παράδειγμα, μπορούν να καθορίσουν το «πότε», το «πού» και το «πόσο» θα εκφραστεί ένα γονίδιο κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης.
Επιπλέον, τα «επι-σήματα» παράγονται συνήθως από την αρχή κάθε γενιάς – αλλά νέα στοιχεία δείχνουν ότι μπορεί, μερικές φορές, νε μεταφερθούν από το γονέα στο παιδί. Είναι αυτό ακριβώς το φαινόμενο που δίνει την εντύπωση ότι μοιραζόμαστε κοινά γονιδία με συγγενείς μας.
Αρρενοποίηση και θηλυκοποίηση
Για να φτάσουν σε αυτό το συμπέρασμα, οι ερευνητές δημιούργησαν ένα βιολογικό/ μαθηματικό μοντέλο που προσδιόρισε τον ρόλο της επιγενετικής στην ομοφυλοφιλία.
Τα σχετιζόμενα με το φύλο ειδικά «επι-σήματα» που παράγονται στις αρχές της ανάπτυξης του εμβρύου προστατεύουν κάθε φύλο από τη σημαντική φυσική μεταβολή της τεστοστερόνης που συμβαίνει στα επόμενα στάδια ανάπτυξης του εμβρύου. Τα σχετιζόμενα με το φύλο ειδικά «επι-σήματα» σταματούν τα θηλυκά έμβρυα από το να αρρενοποιηθούν όταν βιώσουν ασυνήθιστα υψηλή τεστοστερόνη, και αντίστροφα για τα αρσενικά έμβρυα. Διαφορετικά «επι-σήματα» προστατεύουν τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε φύλου από πιθανή αρρενοποίηση ή θηλυκοποίηση, (κάποια επηρεάζουν τα γεννητικά όργανα και κάποια τη σεξουαλική ταυτότητα).
Ωστόσο, όταν αυτά τα επι-σήματα μεταδίδονται από γενιά σε γενιά από τους πατέρες στις κόρες ή από τις μητέρες στους γιους, τότε μπορεί να αντιστραφούν οι επιδράσεις τους, όπως η θηλυκοποίηση ορισμένων χαρακτηριστικών των αγοριών, λ.χ. η σεξουαλική τους προτίμηση, και, ομοίως, η μερική αρρενοποίηση των κοριτσιών.
Η μελέτη λύνει το αίνιγμα της εξελικτικής ομοφυλοφιλίας, διαπιστώνοντας ότι «σεξουαλικώς ανταγωνιστικά» «επι-σήματα», μερικές φορές μεταφέρονται από γενιά σε γενιά και «προκαλούν» ομοφυλοφιλία σε απογόνους του αντίθετου φύλου από τη μητέρα ή τον πατέρα.
«Η μετάδοση των σεξουαλικά ανταγωνιστικών «επι-σημάτων» μεταξύ των γενεών είναι ο πιο πιθανός εξελικτικός μηχανισμός του φαινομένου της ανθρώπινης ομοφυλοφιλίας», καταλήγουν οι ερευνητές.