Η Αθήνα βρέθηκε ξανά σε κατάσταση απόλυτης αποσύνθεσης, αυτή τη φορά εξαιτίας της αιφνιδιαστικής στάσης εργασίας έξι ωρών που εξήγγειλε το σωματείο της ΣΤΑΣΥ.
Το επιβατικό κοινό πιάστηκε απροετοίμαστο, με χιλιάδες πολίτες να αναζητούν τρόπο να επιστρέψουν στα σπίτια τους — οι τυχεροί — ή να παραλάβουν τα παιδιά τους από σχολεία και δραστηριότητες, μέσα σε ένα χάος που θύμιζε περισσότερο πρωτεύουσα σε κρίση παρά ευρωπαϊκή πόλη.
Η αφορμή, ένα εργατικό ατύχημα το πρωί της Τετάρτης 26/11, άναψε το φιτίλι της αγανάκτησης. Κανείς δεν αμφισβητεί πως η ασφάλεια των εργαζομένων είναι αδιαπραγμάτευτη. Όμως πολλοί αναρωτήθηκαν: δεν θα μπορούσε η στάση εργασίας να πραγματοποιηθεί μία ημέρα αργότερα, ώστε να υπάρξει έστω μια στοιχειώδης προετοιμασία; Ποιο είναι το όριο ανάμεσα στην υπεράσπιση δικαιωμάτων και στην τιμωρία μιας ολόκληρης πόλης;
Η εικόνα στους δρόμους ήταν αποκαρδιωτική. Λεωφορεία υπερπλήρη, με επιβάτες στοιβαγμένους σαν «σαρδέλες», πολλά από τα οποία δεν σταματούσαν καν στις στάσεις. Τα ταξί, από την άλλη, επέλεγαν τις ακριβότερες διαδρομές λόγω αυξημένης ζήτησης. Η καθημερινότητα των πολιτών μετατράπηκε σε άσκηση επιβίωσης.
Και το ερώτημα παραμένει: για αυτήν την ταλαιπωρία, για αυτήν την εξαθλίωση που βιώνουν οι πολίτες κάθε φορά που το σύστημα καταρρέει — θα αναλάβει ποτέ κανείς την ευθύνη; Ή θα συνεχίσουμε να ζούμε σε μια πόλη όπου ο απλός άνθρωπος πληρώνει πάντα το τίμημα των αποφάσεων άλλων;

