Ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε νέες κυρώσεις στη Ρωσία, στοχεύοντας τις δύο μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες της χώρας, ασκώντας με αυτό τον τρόπο εκ νέου πίεση στον Βλαντίμιρ Πούτιν, να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για την Ουκρανία.
Η ανακοίνωση έρχεται μία ημέρα αφότου ο Ντόναλντ Τραμπ, δήλωσε ότι η προγραμματισμένη συνάντηση με τον Ρώσο ομόλογό του στη Βουδαπέστη, θα αναβληθεί επ’ αόριστον. «Κάθε φορά που μιλάω με τον Βλαντίμιρ, έχουμε καλές συνομιλίες και μετά δεν οδηγούν πουθενά», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Αμερικανός πρόεδρος
Αν και οι οικονομικές συνέπειες για τη Ρωσία αναμένεται να είναι περιορισμένες, οι νέες κυρώσεις σηματοδοτούν μια σημαντική στροφή στην εξωτερική πολιτική του Λευκού Οίκου υπό τον Τραμπ, ο οποίος μέχρι τώρα είχε δηλώσει ότι δε θα επέβαλλε κυρώσεις, μέχρι να σταματήσουν οι ευρωπαϊκές χώρες να αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο.
Ο Αμερικανός πρόεδρος είχε επανειλημμένα απειλήσει με αυστηρότερα μέτρα κατά της Ρωσίας, αλλά τα είχε αποφύγει μέχρι σήμερα, ελπίζοντας να μεσολαβήσει για μια ειρηνευτική συμφωνία στον πόλεμο που διαρκεί τριάμισι χρόνια.
Η κυβέρνησή του έχει προσπαθήσει να παρουσιάσει τις ΗΠΑ ως έναν σχετικά ουδέτερο μεσολαβητή μεταξύ των δύο εμπόλεμων χωρών, μετά από χρόνια ανοιχτής στήριξης της Ουκρανίας από τον προκάτοχό του, Τζο Μπάιντεν.
Τραμπ για Πούτιν: «Δεν είναι σοβαρός»
Ο Αμερικανός πρόεδρος εμφανίζεται όλο και πιο απογοητευμένος από το Κρεμλίνο, λόγω της απροθυμίας του να προχωρήσει στις διαπραγματεύσεις. Οι κυρώσεις είναι επίσης κάτι που ο Ουκρανός πρόεδρος, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ζητούσε εδώ και μήνες.
Την Τετάρτη, ο Τραμπ επέκρινε τον Πούτιν επειδή «δεν είναι σοβαρός» όσον αφορά την επίτευξη ειρήνης και εξέφρασε την ελπίδα ότι οι κυρώσεις θα οδηγήσουν σε πρόοδο. «Απλώς ένιωσα ότι είχε έρθει η ώρα. Περιμέναμε πολύ», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Στη συνέχεια, περιέγραψε το πακέτο κυρώσεων «τεράστιο», προσθέτοντας ότι ελπίζει πως θα μπορούσε να αρθεί γρήγορα, εάν η Ρωσία συμφωνήσει να σταματήσει τον πόλεμο. Την ίδια ώρα ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσεντ, υποστήριξε ότι οι κυρώσεις ήταν απαραίτητες λόγω της «άρνησης του Πούτιν να τερματίσει αυτόν τον παράλογο πόλεμο».
Οι πληγείσες πετρελαϊκές εταιρείες, Rosneft και Lukoil, χρηματοδοτούν τη «πολεμική μηχανή» της Ρωσίας. Το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο αποτελούν τις μεγαλύτερες εξαγωγές της Ρωσίας. Οι δύο εταιρείες εξάγουν συνολικά 3,1 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου την ημέρα. Η Rosneft είναι υπεύθυνη για σχεδόν το ήμισυ της ρωσικής παραγωγής πετρελαίου, που αντιστοιχεί στο 6% της παγκόσμιας παραγωγής, σύμφωνα με εκτιμήσεις της βρετανικής κυβέρνησης.
Οι μεγαλύτεροι πελάτες της Μόσχας είναι η Κίνα, η Ινδία και η Τουρκία, με τον Ντόναλντ Τραμπ να καλεί αυτές τις χώρες να σταματήσουν τις αγορές ρωσικού πετρελαίου, προκειμένου να αυξηθεί η οικονομική πίεση στο Κρεμλίνο. Η εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο έχει μειωθεί δραματικά από την έναρξη της ρωσικής εισβολής, αλλά το ρωσικό αέριο εξακολουθεί να αντιστοιχεί στο 13% των εισαγωγών της ΕΕ, παρότι έχει δεσμευτεί να το καταργήσει πλήρως.
Ο Τραμπ είχε προηγουμένως δηλώσει ότι θα επέβαλλε νέες κυρώσεις στη Μόσχα, μόνο αν η Ευρώπη σταματούσε εντελώς να αγοράζει ρωσική ενέργεια. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, χαιρέτισε το νέο πακέτο κυρώσεων που ενέκρινε η ΕΕ την Τετάρτη, το οποίο περιλαμβάνει απαγόρευση εισαγωγής ρωσικού υγροποιημένου φυσικού αερίου έως το 2028.
Είπε ότι αυτό, σε συνδυασμό με τις αμερικανικές κυρώσεις, αποτελεί «ένα σαφές μήνυμα και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού ότι θα συνεχίσουμε τη συλλογική πίεση προς τον επιτιθέμενο».
«Πράξη πολέμου» χαρακτηρίζει η Μόσχα τις κυρώσεις Τραμπ
Η Μόσχα αντιδρά οργισμένα στις νέες αμερικανικές κυρώσεις κατά της Rosneft και της Lukoil, με κορυφαίους αξιωματούχους να κάνουν λόγο για «κήρυξη πολέμου» και «καταστροφή κάθε προοπτικής ειρήνης» με τη Δύση.
Οι κυρώσεις, που ανακοινώθηκαν από τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, στοχεύουν τις δύο μεγαλύτερες εταιρείες του ρωσικού ενεργειακού τομέα — τις Rosneft και Lukoil — με την Ουάσινγκτον να υποστηρίζει ότι στόχος είναι «η αποδυνάμωση της ικανότητας του Κρεμλίνου να χρηματοδοτεί τον πόλεμο στην Ουκρανία».
Ο πρώην πρόεδρος της Ρωσίας και νυν αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Ασφαλείας, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση κατά του Αμερικανού προέδρου.
Σε ανάρτησή του στο Telegram, ανέφερε: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο αντίπαλός μας, και ο ομιλητικός “ειρηνοποιός” Τραμπ έχει πλέον μπει πλήρως σε τροχιά πολέμου εναντίον της Ρωσίας. Οι αποφάσεις που έλαβε αποτελούν πράξη πολέμου».
Ο Μεντβέντεφ πρόσθεσε ότι «η Ρωσία δεν πρόκειται να υποχωρήσει» και ότι ο μόνος δρόμος για «νίκη» είναι η συνέχιση των στρατιωτικών επιχειρήσεων μέχρι την «ολοκληρωτική ήττα του καθεστώτος του Κιέβου».
Σε ξεχωριστή ανακοίνωση, το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών χαρακτήρισε τις κυρώσεις «αντιπαραγωγικές» και «αντίθετες σε κάθε προσπάθεια ειρήνευσης».
Η Μόσχα εκτιμά ότι η απόφαση της Ουάσινγκτον υπονομεύει «κάθε προοπτική διαλόγου» και μετατρέπει τη σύγκρουση στην Ουκρανία σε «άμεση αντιπαράθεση ΗΠΑ–Ρωσίας».
«Αν η κυβέρνηση Τραμπ ακολουθήσει το ίδιο μονοπάτι με τους προκατόχους της, θα οδηγηθεί στην αποτυχία», αναφέρει η ανακοίνωση του ρωσικού ΥΠΕΞ.
Κλιμάκωση ή πολιτικό μήνυμα;
Αναλυτές στη Μόσχα υποστηρίζουν ότι οι κυρώσεις αυτές πλήττουν τον «πυρήνα της ρωσικής οικονομίας», αλλά δεν είναι ικανές να ανατρέψουν τη στρατηγική της χώρας.
Η Ρωσία έχει ήδη αναπροσαρμόσει τις ενεργειακές της ροές προς την Ασία και, όπως τονίζει ο Μεντβέντεφ, «οι προσπάθειες απομόνωσης της Ρωσίας έχουν αποτύχει».
Την ίδια ώρα, η Ε.Ε. ανακοίνωσε δικό της πακέτο μέτρων κατά της Μόσχας, στοχεύοντας τη «shadow fleet» μεταφοράς πετρελαίου και την εισαγωγή ρωσικού LNG — κάτι που η Ρωσία θεωρεί μέρος του ίδιου «πολεμικού σχεδίου της Δύσης».
Σαφές μήνυμα από τη Μόσχα
Το Κρεμλίνο δηλώνει πως θα απαντήσει «πολιτικά και οικονομικά» στις νέες κυρώσεις, ενώ σύμφωνα με το Reuters, ρωσικές αρχές εξετάζουν ήδη «στοχευμένα αντίμετρα» προς αμερικανικές εταιρείες και συμφέροντα στην Ευρασία.
Η Μόσχα θέλει να δείξει πως αντιλαμβάνεται τη νέα αυτή αμερικανική κίνηση όχι ως «διπλωματικό μοχλό πίεσης», αλλά ως ενεργό συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο.
«Η εποχή των ψευδαισθήσεων τελείωσε. Αν οι ΗΠΑ θέλουν πόλεμο, θα τον έχουν σε όλα τα μέτωπα — οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό», καταλήγει ο Μεντβέντεφ.

