Η σεζόν αρχίζει να ζεσταίνεται για τα καλά, ο Φρανκ Μίλερ επιστρέφει στο «Sin City», ένα αγόρι μεγαλώνει στο Τέξας, δυο διαφορετικές ελληνικές κινηματογραφικές προτάσεις, ένας αριστουργηματικός Μπουνιουέλ…
Δύο πολύ καλές ταινίες από πέντε δεν είναι κακή αναλογία. Στοίχημα με τον εαυτό του έβαλε ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ και το κέρδισε: 12 χρόνια από την εξέλιξη ενός αμερικανόπουλου, με δωδεκαετή γυρίσματα που καλύπτουν όλες τις φάσεις του θυελλώδους μεγαλώματος. Από την Ισπανία, η απάντηση της ποπ μουσικής στο φρανκικό καθεστώς (έξι βραβεία Γκόγια). Επίσης, το Νο 2 της «Αμαρτωλής πόλης» με εντυπωσιακό καστ, ένα δαιμονολογικό θρίλερ και μία ταινία καταστροφής. Σε μια αθηναϊκή αίθουσα, «Η εγκληματική ζωή του Αρτσιμπάλντο ντε λα Κρουζ», μαύρη κωμωδία του Λουίς Μπουνιουέλ (1955, Μεξικό), σε ψηφιακή αποκατάσταση και με αντοχή στον χρόνο.
Μεγαλώνοντας ****
(Boyhood)
Δραματική – Διάρκεια 165′
Σκηνοθεσία: Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ
Παίζουν: Πατρίσια Αρκέτ, Ίθαν Χοκ, Έλαρ Κολτρέιν, Λορελάι Λινκλέιτερ
Άκρως φιλόδοξο εγχείρημα. Και εξαιρετικά δύσκολο στην πραγμάτωσή του. Ένας, χωρίς υπερβολή, σκηνοθετικός άθλος. Δώδεκα χρόνια από τη ζωή ενός αγοριού και των δικών του, όπως τα διατρέχει μία ταινία που ολοκληρώθηκε μέσα σε δώδεκα χρόνια.
Επί μία δωδεκαετία, ο σκηνοθέτης συγκέντρωνε κάθε χρόνο την ομάδα των ηθοποιών του και ανέπτυσσε την πρόοδο στις σχέσεις των χαρακτήρων που υποδύονταν. Πρωτογνωρίζουμε τον Μέισον, όταν είναι πέντε ετών και τον παρακολουθούμε ώσπου κλείνει τα δεκαεφτά. Μεγάλωμα μετ’ εμποδίων, με την μητέρα, ήδη διαζευγμένη από τον πατέρα του, να ξαναπαντρεύεται και να χωρίζει, δύο φορές.
Ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ (κυρίως γνωστός για την τριλογία «Πριν το ξημέρωμα», «Πριν το ηλιοβασίλεμα», «Πριν τα μεσάνυχτα», όπου και εκεί εξέταζε την εξέλιξη μιας σχέσης) αφηγείται μια οικογενειακή οδύσσεια, ανάγοντας μικρές καθημερινές στιγμές σε συναισθηματικά φορτισμένα ενσταντανέ. Η ζωή, όπως την βιώνει ο καθένας μας, με τη διαρκή εναλλαγή χαράς και λύπης, ξεδιπλώνεται ως δράμα, κωμωδία ή και ψυχολογικό θρίλερ, ανάλογα με την περίσταση.
Συγκρούσεις, μικρές νίκες, απογοητεύσεις, πίκρες που φέρνουν μία πρόωρη ωρίμανση. Αλλεπάλληλες μετακομίσεις αποσταθεροποιούν τον Μέισον και την αδελφή του. Δύο παιδιά χωρίς ουσιαστικές ρίζες. Τα προβλήματα δεν εντείνονται μόνο από την αυταρχική συμπεριφορά δύο αλκοολικών πατριών, αλλά και από την ιδιαιτερότητα του αγοριού. Το οποίο, στην εφηβεία του, προτιμά να φωτογραφίζει μανιωδώς τα πάντα από το να παίζει μπάλα. Και που είναι εσωστρεφής και σεμνός. Και που γυρεύει μια αξιόλογη κοπέλα και όχι ένα χαζογκομενάκι. Ένας ξεχωριστός άνθρωπος: ιδού το προϊόν ενός δυσλειτουργικού περιβάλλοντος.
Μαγευτικό το θέαμα ενός παιδιού που από νήπιο ξεπετάγεται σε νεαρό άντρα μέσα σε 165 λεπτά! Η σχεδόν τρίωρη διάρκεια δεν κουράζει καθόλου, καθώς ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος συνθέτει ένα μεγαλειώδες μέσα στην απλότητά του έπος της ενηλικίωσης. Το κάνει με έξοχο σκηνοθετικό στιλ, «ψιλοκεντώντας» την κάθε σκηνή και πετυχαίνοντας μια εκπληκτική ομοιογένεια ύφους παρά τις μεγάλες χρονικές αποστάσεις μεταξύ των γυρισμάτων.
Η ερμηνεία που δίνει στη σημασία ασήμαντων φαινομενικά γεγονότων στη διαμόρφωση μίας προσωπικότητας είναι συχνά αποκαλυπτική. Κάποιες στιγμές, ήταν σα να βλέπαμε την παιδική μας ηλικία να επαναπροσδιορίζεται μπροστά στα μάτια μας. Ένα συναρπαστικό ταξίδι μέσα στο χρόνο, την κυρίαρχη διάσταση της ζωής και του κινηματογράφου, αυτό είναι η ταινία του Λινκλέιτερ. Και, επιπλέον, ένα μάθημα αισιοδοξίας. Τέλος καλό προς το παρόν. Και προετοιμασία για τις μάχες του μέλλοντος. Αυτά αρκούν.
Η ζωή είναι ωραία με τα μάτια κλειστά *** ½
(Vivir es facil con los ojos cerrados)
Κομεντί – Διάρκεια 108′
Σκηνοθεσία: Νταβίντ Τρουέμπα
Παίζουν: Χαβιέ Κάμαρα, Αριάδνα Χιλ, Ναταλία ντε Μολίνα, Φραντσέσκ Κολόμερ, Χόρχε Σανθ
Μουσική επανάσταση κατά του ολοκληρωτισμού. Τα τραγούδια των Μπιτλς δίνουν φτερά στις ψυχές τριών ανθρώπων, που καταπιέζονται ο καθένας με τον τρόπο του στην φασιστική Ισπανία του Φράνκο.
Το 1966, ο Αντόνιο, καθηγητής αγγλικής και λάτρης των θρυλικών βρετανικών «σκαθαριών», ξεκινά με μια σακαράκα για την Αλμερία, για να συναντήσει τον Τζον Λένον, που βρίσκεται εκεί για τα γυρίσματα του «Πώς κέρδισα τον πόλεμο».
Συνεπιβάτες του από ένα σημείο και μετά, η Μπελέν και ο Χουάνχο, δύο παιδιά που ταξιδεύουν με οτοστόπ. Δραπέτες και οι δύο από το καταπιεστικό τους περιβάλλον και χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Οι λίγες ημέρες που θα περάσουν στην Αλμερία θα είναι εμπειρία ζωής για αυτούς. Ο Αντόνιο, θαυμάσιος δάσκαλος και παιδαγωγός, θα τους διδάξει έμπρακτα πώς να αντιμετωπίζουν ακόμη και τις πιο αντίξοες συνθήκες, δίχως να χάνουν την αξιοπρέπειά τους. Πολύτιμο βοήθημα στην ηθική τους διαπαιδαγώγηση το “Strawberry fields forever”, που ο Λένον τελειοποιούσε εκείνη την εποχή.
Ο στίχος “Living is easy with eyes closed” (Η ζωή είναι ωραία με τα μάτια κλειστά) δίνει τον τίτλο αυτής της δραματικής κομεντί που αποδεικνύει με μια πολύ ανθρώπινη εξίσωση πώς ο μουσικός διεθνισμός εισβάλλει σε μια απομονωμένη από την πρόοδο χώρα και γκρεμίζει τα τείχη του σκοταδισμού.
Ένα ενδιαφέρον πολιτικό θέμα που ο Νταβίντ Τρουέμπρα (σεναριογράφος του εξαιρετικού «Στρατιώτες της Σαλαμίνας») προσεγγίζει με παιχνιδιάρικη διάθεση, θεμελιώνοντας την άποψή του μέσα από τις ιλαροτραγικές περιπέτειες των χαρακτήρων του. Κατευθείαν απόγονος του Δον Κιχώτη, ο Αντόνιο συνδυάζει τον ρομαντισμό με τον δυναμισμό και δεν πτοείται ούτε από τον τραμπούκο του χωριού ούτε από την Σίνθια Λένον που του εκσφενδονίζει γλάστρες. Άξιοι μαθητές του, ο γιος του αστυνομικού που τολμά να τρέφει μακριά κόμη και η κοπέλα που έμεινε έγκυος, αν και ανύπαντρη (όνειδος για την παπαδοκρατούμενη Ισπανία της εποχής).
Μία αδιάσπαστη τριάδα, απολαυστική στις κωμικές σκηνές, συγκινητική όταν τα συναισθήματα βαθαίνουν. Από την πυκνή, αλλά ξεκάθαρη ιστορία, δεν λείπει ούτε η ερωτική αντιζηλία. Που όμως αντιμετωπίζεται με γλυκύτατο τρόπο. Το άκουσμα των Μπιτλς βελτιώνει τον άνθρωπο σε αυτή την τρυφερή, αστεία ταινία, που βγάζει πηγαίο, απελευθερωτικό γέλιο. Και που μας φέρνει ανατριχίλα όταν ο ήρωας απευθύνει απεγνωσμένο SOS στο σύμπαν, κραυγάζοντας “Help!”
Αμαρτωλή πόλη: η κυρία θέλει φόνο **
(Frank Miller’s Sin City: a dame to kill for)
Περιπέτεια – Διάρκεια 102′
Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ και Φρανκ Μίλερ
Παίζουν: Τζος Μπρόλιν, Τζέσικα Άλμπα, Εύα Γκριν, Μίκι Ρουρκ, Πάουερς Μπουθ, Ροζάριο Ντόσον, Μπρους Γουίλις, Τζότζεφ Γκόρντον- Λέβιτ, Lady Gaga
Επικίνδυνες γυναίκες, σκληροί άντρες, διαφθορά και προδοσία, σεξ και βία σε ακραία μορφή: τα δοκιμασμένα συστατικά της αστυνομικής παραφιλολογίας. Χορταστική η δοσολογία τους σε αυτό το σίκουελ του «Αμαρτωλή πόλη» (2005) που βασίζεται σε εικονογραφημένο μυθιστόρημα του συν-σκηνοθέτη Φρανκ Μίλερ.
Όπως και στους «300» -επίσης από κόμικ του Μίλερ-, η ταινία αναπαράγει πιστά την αισθητική του βιβλίου, με μαυρόασπρες εικόνες και κάποιες λεπτομέρειες τονισμένες με βαθιά χρώματα. Άφθονο ρέει το πάλλευκο γαλακτώδες αίμα στις παράλληλες ιστορίες, όπου συναντάμε ξανά χαρακτήρες του Νο 1 και γνωρίζουμε νέους ήρωες.
Ο Μαρβ, ένας κτηνώδης τύπος με καλή καρδιά (ο Μίκι Ρουρκ παραμορφωμένος ψηφιακά), είναι ο μόνος που κάνει τη δυναμική του εμφάνιση και στις τέσσερις ενότητες. Στην κεντρική και μεγαλύτερη σε διάρκεια, η απόλυτη femme fatale (Εύα Γκριν, μονίμως σε διάφορες φάσεις ξεγυμνώματος , να κλέβει την παράσταση με τον αυτοσαρκασμό της) μεταβάλλει σε πιόνι της έναν ερωτοχτυπημένο ντετέκτιβ.
Παράλληλα, μια χορεύτρια σε καμπαρέ και ένας νεαρός χαρτοπαίκτης επιδιώκουν να εκδικηθούν έναν μοχθηρό γερουσιαστή. Με τους «καλούς» συντάσσεται μια ομάδα από αμαζόνες-πόρνες, οπότε το μακελειό παίρνει σοβαρές διαστάσεις. Ποιος νοιάζεται για την ιστορία, αφού υπάρχουν ιλιγγιώδεις ρυθμοί, ένταση στη διαπασών και υποβλητική noir ατμόσφαιρα; Μα φυσικά, ο κάποιων μίνιμουμ απαιτήσεων θεατής.
Ο Ροντρίγκεζ και ο Μίλερ παίζουν με κέφι το αγαπημένο τους παιχνίδι, χωρίς όμως να μπουν στον κόπο να παραλλάξουν την συνταγή της πρώτης ταινίας. Έντονη η αίσθηση μιας περιττής επανάληψης. Μία από τα ίδια. Ίσως γοητεύσει, πάντως, όσους δεν έχουν δει την σαφώς καλύτερη «Αμαρτωλή πόλη».
Ξόρκισε το κακό
(Deliver us from evil)
Τρόμου – Διάρκεια 118′
Σκηνοθεσία: Σκοτ Ντέρικσον
Παίζουν: Έρικ Μπάνα, Έντγκαρ Ραμίρεζ, Ολίβια Μουν
Η λογική υποκλίνεται στη μεταφυσική σε αυτό το δαιμονολογικό θρίλερ, που σκηνοθέτησε ο υποτιθέμενος εξπέρ Σκοτ Ντέρικσον («Ο εξορκισμός της Έμιλι Ρόουζ»). Μία σειρά από αλλόκοτα φαινόμενα προβληματίζουν τον αστυνομικό Ραλφ Σάρτσι. Μία μητέρα ρίχνει το αγοράκι της στο κλουβί των λιονταριών, στον ζωολογικό κήπο της Νέας Υόρκης. Ένα μωρό ανακαλύπτεται μέσα σε σκουπίδια. Κείμενα σε λατινική γραφή και σατανιστικά σύμβολα εμφανίζονται σε διάφορους τοίχους της πόλης.
Η δοκιμασμένη αστυνομική μέθοδος δεν φέρνει αποτελέσματα. Ο Σάρτσι αρχίζει να βρίσκει κάποια άκρη με την καθοδήγηση ενός καθολικού παπά, ειδικευμένου στους εξορκισμούς. Πολλή βία, ελάχιστο σασπένς (γνωρίζουμε την προέλευση του Κακού από την εισαγωγή ήδη) και το σοκ ως αυτοσκοπός με αηδιαστικές σκηνές όπως αυτή όπου ένας δαιμονισμένος τρώει το πόδι του!
Η αλήθεια είναι ότι ο καλός σκηνοθέτης κάνει ό,τι μπορεί με ένα χαοτικό σενάριο. Συμπέρασμα: «Ο εξορκιστής» (παραγωγής 1973) είναι μια αξεπέραστη ταινία δαιμονολογικού τρόμου. Αγχωτική, τρομακτική, γοητευτική μέσα στη φρίκη της και απόλυτα πειστική. Το διαπιστώσαμε για μια ακόμη φορά βλέποντας το «Ξόρκισε το κακό».
Μέσα στον κυκλώνα
(Into the storm)
Περιπέτεια – Διάρκεια 89′
Σκηνοθεσία: Στίβεν Κουέιλ
Παίζουν: Τζέρεμι Σάμπτερ, Ματ Ουόλς, Αλίσια Ντέμπναμ-Κάρεϊ, Μαξ Ντίκον, Τζον Ριπ
Η φύση ως αήττητο τέρας είναι μια άκρως τρομακτική ιδέα, την οποία οπτικοποιεί αυτή η χαμηλού κόστους ταινία καταστροφής. Οι άγνωστοί μας ηθοποιοί κρατούσαν κάμερες στα γυρίσματα, με αποτέλεσμα να προκληθεί στον θεατή η ψευδαίσθηση ότι βρίσκεται, κάποια στιγμή, μέσα στο μάτι του κυκλώνα.
Πρωτοφανούς έντασης και έκτασης τυφώνες ισοπεδώνουν μια περιοχή του Τέξας. Ενώ οι κάτοικοι, πανικόβλητοι, αναζητούν καταφύγια, μία ομάδα ερευνητών και κινηματογραφιστών πλησιάζει τις ολέθριες υδάτινες στήλες, προσπαθώντας να καταγράψει τη δράση τους. Βιβλικές οι εικόνες που αντικρίζουν: ολόκληρες γειτονιές καταρρέουν σαν τραπουλόχαρτα, άνθρωποι εκτοξεύονται στον αέρα και ακυβέρνητα αεροπλάνα χορεύουν μακάβρια στον ουρανό.
Ο σκηνοθέτης φυλάει για το τέλος το θρίλερ της διάσωσης των πιο συμπαθητικών χαρακτήρων. Φιλότιμη η προσπάθειά του να στήσει με ελάχιστα μέσα ένα εντυπωσιακό θέαμα. Μέτριο το αποτέλεσμα, αφού τα εφέ παραμερίζουν τους ανθρώπους, για την τύχη των οποίων δεν νοιαζόμαστε και τόσο.

