Η στέγη γίνεται ολοένα και λιγότερο προσιτή για τα ελληνικά νοικοκυριά, όπως αποκαλύπτει νέα μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος.
Σύμφωνα με τα ευρήματα που παρουσιάζονται στο τελευταίο Οικονομικό Δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, σχεδόν το ένα τρίτο των νοικοκυριών στην Ελλάδα ξοδεύει πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για έξοδα στέγασης.
Το ποσοστό αυτό τοποθετεί τη χώρα στις χαμηλότερες θέσεις πανευρωπαϊκά όσον αφορά την προσβασιμότητα σε αξιοπρεπή και οικονομικά προσιτή κατοικία.
Η μελέτη, την οποία υπογράφουν οι Νικόλαος Βέττας, Γιώργος Γατόπουλος, Αλέξανδρος Λουκάς, Αντώνης Μαυρόπουλος και Σωτήριος Σαπέρας, επισημαίνει ότι η αύξηση στις τιμές των ακινήτων, το υψηλό κόστος δανεισμού και η εκτίναξη των τιμών ενέργειας επιβαρύνουν σημαντικά τα νοικοκυριά. Παράλληλα, οι δημόσιες δαπάνες για τη στέγαση παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, επιδεινώνοντας περαιτέρω την κατάσταση.
Το ποσοστό των νοικοκυριών τα οποία δαπανούν το 40% ή άνω του διαθέσιμου εισοδήματός τους για να καλύψουν το κόστος στέγασης και ως εκ τούτου δεν διαθέτουν πρόσβαση σε προσιτή στέγαση, σύμφωνα με την μελέτη είναι υψηλότερο στις αστικές περιοχές σε σχέση με τις ημιαστικές και αγροτικές περιοχές. Μια κύρια διαφορά είναι η διάρθρωση των νοικοκυριών ανά καθεστώς ενοικίασης (ιδιόκτητη ή μισθωμένη κατοικία), καθότι οι ενοικιαστές είναι περισσότεροι στις αστικές περιοχές από ό,τι στις ημιαστικές ή αγροτικές περιοχές.
Σε επίπεδο περιφερειών, αλλά και για τα δύο μεγαλύτερα αστικά κέντρα, το ποσοστό υπερεπιβάρυνσης από το κόστος στέγασης παρουσιάζει μεγαλύτερες διακυμάνσεις από το διάμεσο ποσοστό δαπανών για στέγαση, υποδηλώνοντας ότι η δυσχερέστερη πρόσβαση σε προσιτή στέγαση μπορεί να επηρεάσει και την εισοδηματική ανισότητα.
Συγκεκριμένα, σε περιοχές όπως το Νότιο Αιγαίο, η Ήπειρος, η Αττική, η Θεσσαλονίκη και η Κεντρική Μακεδονία παρατηρούνται τα υψηλότερα ποσοστά νοικοκυριών χωρίς πρόσβαση σε προσιτή στέγαση. Τα αποτελέσματα αυτά, σε συνάρτηση με την εξέλιξη του κόστους στέγασης αλλά και του διαθέσιμου εισοδήματος, υποδηλώνουν ότι η άνοδος του ενεργειακού κόστους και οι δομικές αλλαγές στη σύνθεση των νοικοκυριών ως προς το καθεστώς ενοικίασης είναι από τους βασικούς παράγοντες που συνέβαλαν στη μείωση της προσιτότητας μεταξύ των δύο γύρων της έρευνας, αλλά και στη γεωγραφική ετερογένεια.
Τα περιγραφικά αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι το ζήτημα της προσιτότητας της στέγασης: (α) σχετίζεται με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της κατοικίας, το οποίο παρουσιάζει μεγάλη διακύμανση ανά περιφέρεια – με βάση το εύρημα ότι και στους δύο γύρους της έρευνας περίπου το 60% των νοικοκυριών που ενοικιάζουν δαπανά πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για την κάλυψη των στεγαστικών του αναγκών, (β) πλήττει εντονότερα τα νεαρότερα νοικοκυριά, (γ) οξύνεται όταν ο επικεφαλής του νοικοκυριού είναι άνεργος και, τέλος, (δ) σχετίζεται με την οικογενειακή κατάσταση, όπως επίσης και με το μέγεθος του νοικοκυριού.
Πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ

